Παράλληλοι Δρόμοι - (Μέρος 2ο)

Γεια σας!

Είμαι η Κατερίνα και σήμερα θα δούμε το 2ο μέρος μιας ιστορίας περιπέτειας και ρομάντζου με τίτλο "
Παράλληλοι δρόμοι". Το φθινώπορο έφτασε και έτσι η ιστορία συνεχίζει σε βουνίσιους προορισμούς.


Η ιστορία αυτή εξερευνά το όμορφο νησί της Εύβοιας. Ξεκίνησε από την ιστορική Ερέτρια και το Πεζονήσι και κατευθύνεται στο Μαντούδι και στο Παρασκευόραμα.


Οι χαρακτήρες και τα γεγονότα που αναφέρονται είναι προϊόντα μυθοπλασίας και σε καμία περίπτωση δεν σχετίζονται με την πραγματικότητα. Οι τοποθεσίες είναι πραγματικές.








----


Παράλληλοι δρόμοι  - Μέρος 2ο

            Είχε φτάσει ο Σεπτέμβρης, η εποχή των βροχών και των κιτρινισμένων φύλλων. Η αγαπημένη περίοδος της Έλενας. Είχε περάσει κιόλας ένας μήνας από την πρώτη συνάντηση της με τον Γιάννη. Ενώ είχαν συμφωνήσει να πάνε ένα ταξίδι μαζί αυτό τον μήνα, εκείνη είχε αρχίσει να κάνει δεύτερες σκέψεις. Είχε αρχίσει να την κυριεύει ο φόβος και η ανασφάλεια.
            Είχε βρεθεί με την καλύτερή της φίλη να της ζητήσει συμβουλή επί του θέματος. Δεν είναι εύκολο να σε συμβουλέψει κάποιος που δεν έχει βιώσει κάτι παρόμοιο καθώς η Άννα-Μαρία συζούσε με τον σύντροφό της τα τελευταία 5 χρόνια και ετοιμάζονταν να κάνουν παιδί. Κι όμως. Η Έλενα ένιωσε ότι εκείνη ήταν το κατάλληλο άτομο για κάτι τέτοιο. Ένα άτομο που βίωνε την άλλη μεριά του νομίσματος και της έδινε ελπίδα ότι δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ίδιοι. Ότι και εκείνη μπορούσε να βρει αυτό το "άλλο μισό" που όλοι αναζητάμε.
Photo by Unsplash.com
"Μου είπε να πάμε μαζί προς βόρεια Εύβοια αλλά δεν μου είπε πού. ...Αλλά δεν ξέρω ρε συ... Φοβάμαι. Είναι λίγο γρήγορο όλο αυτό και...δεν ξέρω.", είπε εμφανώς μπερδεμένη η Έλενα και ήπιε λίγο από τον καφέ της.
"Κοίτα.", ξεκίνησε η Άννα-Μαρία. "Θα στα πω σταράτα, με ξέρεις."
"Ναι, μωρέ, πες."
"Είναι λίγο γρήγορο...αλλά σόρρυ κιόλας ρε συ, σε έχει πάρει τηλέφωνο δύο φορές και εσύ δεν το σήκωσες. Πού το ξέρεις ότι δεν ήθελε να σου πει να πάτε για έναν καφέ;", την επίπληξε η Άννα-Μαρία, "Αυτός όταν σου είπε να πάτε ταξίδι μπορεί να υπολόγιζε ότι μέχρι τότε θα είχατε βγει ήδη 5-6 φορές! Μην σου πω θα τα είχατε φτιάξει κιόλας! Δεν σου κάνει εντύπωση που σου είπε για ένα μήνα μετά;"
"Ναι, μου κάνει η αλήθεια είναι αλλά...-", πήγε να δικαιολογηθεί η Έλενα.
"Αλλά το μυαλό σου κολλημένο στον Αλέξανδρο. Καλά κρασιά λέω γω! Αυτός κάνει ζωάρα με τον Μηχαλάκι και εσύ φοβάσαι να σηκώσεις το τηλέφωνο."
Η Έλενα αναστέναξε. Ήξερε ότι είχε δίκιο η Άννα-Μαρία αλλά ήταν ευκολότερο στην θεωρία παρά στην πράξη. "Λες να το προχωρήσω κι ότι γίνει;", ρώτησε διστακτικά.
"Ναι. Απλά και ξάστερα. Κι άμα δεν σου κάνει, το μοναστήρι να 'ναι καλά και από καλογέρους ουυυ!", κούνησε το χέρι της στον αέρα η Άννα-Μαρία και έσπρωξε πίσω τα χάλκινα μαλλιά της. " Πάει! Τελείωσε η βλακεία με τον Αλέξανδρο! Ξεκόλλα!"
"Έχεις δίκιο. Οκ! Θα το κάνω. Και θα τον πάρω εγώ τηλέφωνο.", είπε αποφασιστικά η Έλενα.
"Εδέησε ο Κύριος!", είπε χλευαστικά η Άννα-Μαρία.
            Έτσι και έκανε. Το ίδιο βράδυ, χωρίς να το πολυσκεφτεί, πήρε τηλέφωνο τον Γιάννη.
"Έλα, Γιάννη... Η Έλενα είμαι."
"Έλα! Το ξέρω, σε έχω περάσει στο κινητό.", απάντησε ο Γιάννης. "Σε έπαιρνα τηλέφωνο τις προάλλες και δεν σε βρήκα."
"Ναι, το είδα. Σόρρυ που δεν σε πήρα πίσω νωρίτερα,...απλά...", δεν ήξερε αν έπρεπε να πει την αλήθεια η Έλενα. Αλλά δεν ήθελε να πει και ψέματα.
"...Δεν πειράζει. Καταλαβαίνω. Πίστεψέ με, καταλαβαίνω καλύτερα απ' ότι νομίζεις. Τα χω περάσει και εγώ."
"Εε...λοιπόν;", άλλαξε θέμα η Έλενα.
"Εε...σε έπαιρνα αν ήθελες να πάμε μαζί στο πανηγύρι στην Χαλκίδα στην ταβέρνα ενός φίλου αλλά...πέρασε, οπότε...τι λες να πάμε για ποτό αύριο το βράδυ, εδώ στην παραλιακή;", την ρώτησε.
            Η Έλενα ένιωσε άσχημα. Είχε δίκιο η Άννα-Μαρία. Άφησε μια τεράστια ευκαιρία να πάει χαμένη. Το μετάνιωσε όσο δεν πήγαινε. Όχι πια.
"Ναι, αμέ. Τι ώρα και πού θα βρεθούμε;", συμφώνησε επιτέλους και εκείνη.
"Κατά τις 10 είναι καλά; Θα έρθω να σε πάρω αν δεν έχεις πρόβλημα.", πρότεινε ευγενικά ο Γιάννης.
            Κάθε φορά που εκείνος έκανε μια τέτοια κίνηση εκείνη φασκέλωνε την εαυτό της από μέσα της. Πάντα είχε ένα μικρό κομμάτι φόβου στο μυαλό της πως ότι λάμπει δεν είναι χρυσός. Αλλά και ο χρυσός λάμπει. Και αν πετάμε οτιδήποτε γυαλίζει δεν θα τον βρούμε ποτέ.
"Οκ, ναι, μια χαρά. Εε...μένω στην Αρτέμιδος Αμαρυσίας, στο λιμάνι, θα σε περιμένω άμα είναι στο περίπτερο στην γωνία, στο λιμάνι απ' έξω, να πάρω ένα πακέτο τσιγάρα.", συμφώνησε εκείνη.
"Οκ, τέλεια. Τα λέμε αύριο το βράδυ τότε.", είπε ο Γιάννης με έναν γλυκό τόνο στην φωνή σαν να χαμογελούσε.
"Οκ. Καληνύχτα."
"Καληνύχτα."
            Το επόμενο βράδυ, αφού ο Γιάννης πήρε την Έλενα από το λιμάνι, πήγαν στην παραλία της Ερέτριας και έκατσαν σε ένα όμορφο και σχετικά ήσυχο μπαρ. Το ταβάνι ήταν διακοσμημένο με κρεμαστά καραβόπανα και το κάθε τραπέζι είχε το δικό του ξύλινο καραβάκι με κερί ρεσό δίνοντας μια ζεστή ατμόσφαιρα στον χώρο.
Photo by Unsplash.com
"Πείτε μου.", τους προσέγγισε ο σερβιτόρος.
"Ένα κοκτέιλ Red Rose.", απάντησαν και οι δύο ταυτόχρονα προς έκπληξή τους. Γούρλωσαν τα μάτια τους προς στιγμήν αλλά προσπάθησαν να μην το δείξουν. Και οι δύο επέλεξαν ακριβώς το ίδιο ποτό, εντελώς συμπτωματικά. Σαν να ζούσαν παράλληλες ζωές.
"Οπότε...2 Red Rose...-" Σημείωνε ο σερβιτόρος. "...Θέλετε και κάτι άλλο;", ρώτησε ευγενικά.
"Θες κάτι άλλο;", ρώτησε ο Γιάννης την Έλενα.
"Εε...και ένα μπουκάλι νερό.", είπε η Έλενα. Αφού το σημείωσε ο σερβιτόρος, έφυγε. "Λοιπόν,...πώς τα πέρασες σήμερα;", ρώτησε εκείνη τον Γιάννη.
"Καλά. Ξεκινήσαμε σήμερα με τον θείο μου φύτεμα τα φθινοπωρινά γιατί θα λείπει από αύριο και όλη την υπόλοιπη βδομάδα και είμαι λίγο χώμα αλλά εντάξει. Την παλεύω."
"Ωχ, πέτυχε τη μέρα, ε;", είπε σαρκαστικά η Έλενα.
"Μην τα ρωτάς. Τέλος πάντων. Καλά να είμαστε και τα υπόλοιπα βολεύονται.", είπε τρίβοντας ελαφρώς τα μάτια του. "Εσύ; Δούλευες σήμερα ή...-;"
"Το πρωί. Αύριο είναι το ρεπό μου και Δευτέρα πάλι τώρα. Έφυγε και ο πολύς κόσμος και ηρεμίσαμε κάπως. Αλλά δεν αντέχω ρε συ. Μου έρχεται να σταματήσω. Δεν αξίζει τόσο ξεπάτωμα για εποχιακή. Έρχομαι να ξεκουραστώ υποτίθεται και φεύγω πιο κουρασμένη από ότι ήρθα."
"Δουλεύεις Χαλκίδα κανονικά;", ρώτησε ο Γιάννης.
"Ναι, σε κατάστημα με λευκά είδη, της μαμάς μου. Και όταν έρχομαι εδώ το καλοκαίρι μπαίνω στο ξενοδοχείο για το κάτι έξτρα και για να μην γίνομαι βάρος στους θείους μου...αλλά τρέχα γύρευε.", είπε η Έλενα και στροβίλισε ελαφρώς το χέρι της στον αέρα. "Μου λένε και οι θείοι μου και οι γονείς μου να σταματήσω. Δίκιο έχουν."
"Ε, αν σε κουράζει πολύ και δεν υπάρχει μεγάλο οικονομικό θέμα τότε, όντως, σταμάτα. Είναι σημαντικότερο το να είσαι καλά.", την παρότρυνε και ο Γιάννης.
"Ναι, αυτό θα κάνω. Άμα είναι να καταλήξω να τα δίνω στους γιατρούς και στις βιταμίνες, το ίδιο πράγμα δεν είναι;", σημείωσε πολύ σωστά η Έλενα και γέλασε ελαφρώς.
"Ακριβώς!"
             Όλα κινήθηκαν ομαλά, αργά και χαλαρά. Κανείς από τους δύο δεν ήθελε να βιαστεί. Όσο δύσκολο ήταν για την Έλενα, άλλο τόσο ήταν και για τον Γιάννη. Αφού βγήκαν 2-3 φορές ακόμα υπό τύπου φιλικά, κανόνισαν τελικά αυτό το πολυσυζητημένο ταξίδι. Παρότι η Έλενα δίσταζε πριν, τώρα ήταν ενθουσιασμένη. Της άρεσαν τα πάντα στον Γιάννη. Η εργατικότητά του, η ευγένειά του, η κατανόηση και η συμπαράστασή του,... Είχε αρχίσει ακόμα και να τον συμβουλεύεται. Αλλά αυτό που την έκανε να αρχίσει να τον ερωτεύεται ήταν το πόσο πολύ εκείνος λάτρευε να ανακαλύπτει τα πιο παράξενα μέρη. Αυτό ήταν κάτι που την είχε μαγέψει. Είχε αρχίσει να κουράζεται από την μονοτονία της καθημερινότητας και τις επίπονες σκέψεις και είχε ανάγκη από κάτι καινούργιο και μοναδικό. Κάτι συναρπαστικό χωρίς να είναι επικίνδυνο.
             Αυτή την φορά ο προορισμός τους ήταν έκπληξη. Η διαδρομή ήταν βροχερή όπως αξίξει στο Φθινόπωρο. Ο Γιάννης είχε καταλάβει το πόσο άρεσε το μυστήριο στην Έλενα. Ο προορισμός τους ήταν το Μαντούδι της Εύβοιας και συγκεκριμένα μία από τις λίμνες των παλιών εργοταξίων μετάλλων που έκαναν εξόρυξη λευκόλιθου. Τα εργοτάξια ήταν πλέον εγκαταλελειμμένα και η φύση είχε αρχίσει να κάνει το θαύμα της. Η προηγουμένως "φαλακρή" από βλάστηση λίμνη, πλέον ήταν γεμάτη ζωή. Παρότι ήταν περιτριγυρισμένη από ψηλά βράχια, υπήρχε παντού πράσινο και τα νερά ήταν γαλαζοπράσινα. Η επιφάνειά της ήταν τόσο γαλήνια που αντανακλούσε και την παραμικρή λεπτομέρεια από το οτιδήποτε. Όσο θεαματικό ήταν το τοπίο, άλλο τόσο σοκαριστική ήταν η ιστορία αυτού του μέρους.
"Καλά η θέα είναι...το κάτι άλλο, πραγματικά. Θυμίζει...πώς το λένε; Αλπικό τοπίο; Μοιάζει σαν αυτές τις πανέμορφες φωτογραφίες του εξωτερικού!", είπε εντυπωσιασμένη η Έλενα.
"Όσο έκαναν εξόρυξη λευκόλιθου δεν υπήρχε τίποτα, μόνο τα βράχια, σαν κρατήρας. Έγινε λίμνη με τα χρόνια.", σημείωσε ο Γιάννης.
"Δεν έχω λόγια, πραγματικά. Έχω μείνει άφωνη. Κοιτάω σαν χάνος που λένε.", γέλασε ελαφρά η Έλενα καθώς έβγαζε την φωτογραφική της μηχανή. "Βλέπω κάτι χελώνες εκεί. Τι όμορφες...", είπε και έβγαλε μια φωτογραφία το νερό.
"Έχει πολλά ζώα. Έχει 80 μέτρα βάθος το νερό."
"Σοβαρά μιλάς;!", έμεινε έκπληκτη η Έλενα.
"Τόσο είναι το όριο που επιτρέπεται να σκάψουν γιατί από εκεί και κάτω υπάρχει νερό. Λέγεται υδροφόρος ορίζοντας.", εξήγησε ο Γιάννης.
              Η Έλενα τον κοιτούσε με θαυμασμό. Δεν σταματούσε να την εκπλήσσει με τις γνώσεις του.
Χαμογέλασε και του είπε, "Σε ευχαριστώ πολύ που με έφερες εδώ. Είναι πανέμορφα."
Χαμογέλασε και εκείνος και είπε, "Περνάω όμορφα μαζί σου."
              Η καρδιά της κόντευε να βγει από το στήθος της. Ένιωσε τα μάγουλά της να παίρνουν φωτιά και φοβόταν μήπως αναψοκοκκίνισε και φάνηκε.
"...Και εγώ.", είπε και εκείνη δειλά.
"Πάμε προς το παλιό εργοτάξιο; Είδα κάτι φωτογραφίες στο Google και είναι μέσα στο δάσος. Είναι φοβερό."
"Πάμε. Πόσο μακριά είναι από εδώ.", ρώτησε η Έλενα.
"Όχι πολύ.", απάντησε ο Γιάννης.
"Οκ, πάμε.", συμφώνησε εκείνη.
              Μπήκαν πάλι στο αυτοκίνητο και κατευθύνθηκαν προς το παλιό
εργοτάξιο. Ήταν μέσα στο δάσος. Παντού γύρω του υπήρχαν πεύκα ψηλά σαν κυπαρίσσια τα οποία θρόιζαν στο πέρασμα του ανέμου. Ήταν ένα από τα πρώτα μεταλλωρυχεία της Εύβοιας, του Σκαλιστήρη. Τα μεταλλικά σημεία του κτιρίου είχαν πλέον σκουριάσει από την υγρασία και το πέρασμα του χρόνου. Πόση ιστορία να έκρυβε άραγε;
"Ανατρίχιασα! Καλά, είναι απίστευτο το μέρος.", είπε με θαυμασμό η Έλενα καθώς τραβούσε μερικές φωτογραφίες με την κάμερά της.
"Πάμε μέσα να δούμε τα παλιά μηχανήματα.", πρότεινε ο Γιάννης καθώς πλησίαζε την σπασμένη πόρτα του κτιρίου. "Πρόσεχε μόνο γιατί βλέπω σκουριασμένα σίδερα γύρω γύρω, μην γδαρθείς πουθενά.", παρατήρησε, δείχνοντας για ακόμα μια φορά το ενδιαφέρον του.
"Είναι το πρώτο που χτίστηκε;", ρώτησε η Έλενα.
"Δεν είμαι σίγουρος, διάβασα μόνο ότι είναι από τα πρώτα οπότε υπάρχει μεγάλη πιθανότητα.", είπε ο Γιάννης.
"Φαίνεται, είναι πολύ παλιό. Κρατάει ακόμα όμως! Πάλι καλά."
"Είναι καταπληκτικό. Το '76 είχε γίνει χαμός. Έκαναν απεργία οι εργάτες, 5000 άτομα τώρα, φαντάζεσαι τι γινόταν. Και έγινε φασαρία τεράστια. Αστυνομία, δακρυγόνα, συνέλαβαν πόσα άτομα,... Χαμός. Μέχρι που κηρύχτηκε απαγόρευση συγκεντρώσεων, παντού, σε πλατείες, σε ανοιχτούς χώρους, στους δρόμους,... Στα χωριά εδώ. Μαντούδι, Προκόπι, Καλύβια, κλπ. Δεν επιτρεπόταν να μαζευτούν στα 500 μέτρα από το κάθε εργοτάξιο.", είπε ο Γιάννης.
"Τόσο πολύ;", σοκαρίστηκε η Έλενα, "Γιατί;"
"Ήθελαν να υπογραφεί συλλογική σύμβαση εργασίας. Αλλά δεν.", εξήγησε ο Γιάννης και έκανε μια ελαφριά γκριμάτσα με το στόμα του.
"Α κατάλαβα. Κλασική Ελλάδα δηλαδή. Από δικαιώματα εργαζομένων άλλο τίποτα.", κατάλαβε η Έλενα.
"Άστο."
             Τράβηξαν μερικές φωτογραφίες ακόμα και μπήκαν μέσα στο εργοτάξιο. Υπήρχαν διάφορα παλιά μηχανήματα. Άλλα διαλυμένα άλλα πιο συντηρημένα. Έκαναν τον γύρω του μέρους και αφού ξεκουράστηκαν λίγο, πήγαν σε άλλον ένα θεαματικό προορισμό. Μόνο που εκεί απογοητεύτηκαν. Πήγαν στον Μέγα Πλάτανο στο Παρασκευόραμα, δίπλα στον ποταμό Κηρέα. Ο Γεροπλάτανος είναι ο αρχαιότερος πλάτανος των Βαλκανίων με ηλικία γύρω στα 2.000 χρόνια. Ο κορμός του φτάνει τα 18 μέτρα περίμετρο, με ύψος γύρω στα 30 μέτρα και μέχρι πριν να μπει ανθρώπινο χέρι, μπορούσε να σκιάσει ακόμα και σε απόσταση 2,5 στρεμμάτων. Αλλά πλέον το μέρος είχε εγκαταλειφθεί, υπήρχαν λόφοι από μπάζα από τα εργοτάξια και το κάποτε μεγαλειώδες δέντρο είχε μείνει σχεδόν μισό.
Photo by Ελεύθερο Βήμα
"Είχα ακούσει για τον Γεροπλάτανο και πάντα ήθελα να έρθω, τον φανταζόμουν θεόρατο και με σκιά απλωμένη παντού αλλά...τι παίχτηκε εδώ;", απόρησε παραξενεμένη η Έλενα.
"Ότι παίζεται και στα υπόλοιπα Ελληνικά αξιοθέατα που θα μπορούσαν να είναι κορυφαία τουριστικά θέρετρα. Πλήρη εγκατάλειψη και αδιαφορία. Από θαύμα ζει ακόμα το δέντρο.", αναστέναξε ο Γιάννης.
"Είναι κρίμα και...πραγματικά αδιανόητο. Εκτός του ότι δεν σέβονται την φύση, κυριολεκτικά...ΑΥΤΌ-", Έδειξε το δέντρο η Έλενα. "που συμβαίνει εδώ είναι σαν να βαστάς έναν σάκο με λεφτά και να τον πετάξεις στον γκρεμό σε φάση, 'Δεν βαριέσαι μωρέ, σιγά! Απλά αν τα αξιοποιούσαμε όλα αυτά, ξεχρεώναμε την Ελλάδα χθες! Ψιλοπράγματα δηλαδή!'", είπε σατιρικά.
"Και που τα λέμε...ποιος να ακούσει, ε;", είπε ο Γιάννης, "Μόνο το δέντρο. Γι αυτό έχει καραφλιάσει."
              Η Έλενα δεν κρατήθηκε να μην βγάλει ένα πνιχτό γέλιο με την απίστευτα ακριβή παρομοίωση του καθώς το δέντρο ήταν σχεδόν ξεγυμνωμένο.
"Πείνασα. Πάμε στο Μαντούδι; Έχει κάτι θεϊκές ταβέρνες.", πρότεινε η Έλενα καθώς είχε φτάσει κιόλας 3 η ώρα.
"Πάμε."
"Κερνάω εγώ.", είπε η Έλενα.
"Με τίποτα!", την ξέκοψε ο Γιάννης.
"Έλα, δεν είναι σωστό. Εσύ πλήρωσες την βενζίνη. Εγώ το φαγητό, οκ;", επέμενε εκείνη.
"Όχι. Εγώ.", επέμενε και εκείνος. "Την Τρίτη πλήρωσες τα ποτά."
"Έτσι θα το πάμε τώρα; Σειρά μου σειρά σου;", γέλασε η Έλενα.
"Έτσι είναι το δίκαιο.", γέλασε και εκείνος.
"Καλά, πάμε και θα τα βρούμε εκεί."
               Έφυγαν και πήγαν στο Μαντούδι. Ήταν μια όμορφη κωμόπολη με κλασικά σπίτια και γραφικά δρομάκια. Μία γνήσια εικόνα παραδοσιακού Ελληνικού χωριού. Επέλεξαν να πάνε σε μία απλή αλλά ζεστή και φιλόξενη ταβέρνα. Πέτρινοι τοίχοι, ξύλινα τραπέζια και φυσικά ένα υπέροχο τζάκι -αν και σβηστό λόγο εποχής- και θεσπέσιο φαγητό. Φυσικά επέλεξαν να καθίσουν σε ένα τραπέζι κοντά στα παράθυρα ώστε να μπορούν να θαυμάσουν την φύση. Αν και είχε καμιά δεκαριά τραπέζια γεμάτα, το κλίμα ήταν ήσυχο.
"Είναι όμορφα.", είπε σχετικά χαμηλόφωνα η Έλενα.
"Έχω έρθει άλλη μια φορά εδώ με τους δικούς μου πριν από κάποια χρόνια και το φαΐ τους ήταν...λουκούμι. Να φας ένα παϊδάκι να σου τρέχουν τα σάλια και πριν και μετά.", είπε ο Γιάννης.
"Πωπωπω!", γέλασε σιγανά η Έλενα. "Το ένα θα μου πάει στο δόντι!", έκανε πλάκα η Έλενα και ξεκαρδίστηκαν και οι δυο. "Λέω να πάρω μπιφτέκι γεμιστό στα κάρβουνα. Μου μύρισε τώρα. Πωπω!"
Photo by Unsplash.com
"Καλησπέρα!", τους πλησίασε ευδιάθετα η ιδιοκτήτρια του μαγαζιού.
"Γεια σας!", χαιρέτησαν και αυτοί.
"Δεν σας έχω ξαναδεί εδώ! Διακοπές είστε;", ρώτησε η κυρία.
"Έχουμε έρθει εκδρομή. Από Ερέτρια.", απάντησε η Έλενα.
"Α, μένει ο γιος μου στην Ερέτρια. Κατεβαίνω και εγώ μια φορά τον μήνα για μπάνια. Μπράβο, μπράβο. Υπέροχα. Τι θα πάρετε; Έχουμε παϊδάκια, κοκορέτσι, κοντοσούβλι, εξοχικό, κόκορα κρασάτο, κόκορα αλά κρεμ,..."
"Θα μας φέρετε μια μερίδα παϊδάκια και έχετε μπιφτέκι γεμιστό;", ρώτησε ο Γιάννης.
"Έχουμε. Θέλετε με κίτρινο τυρί ή φέτα.", ρώτησε η κυρία.
"Κίτρινο.", απάντησε η Έλενα.
"Ωραία...", είπε η κυρία καθώς σημείωνε την παραγγελία. Εκείνη την ώρα ήρθε και ένας νεαρός και άρχισε να στρώνει το τραπέζι.
"Και θα μας φέρετε και μια μερίδα πατάτες, ένα τζατζίκι και μία χωριάτικη.", είπε ο Γιάννης.
"Ωραία. Τι θα πιείτε;"
"Καμιά μπύρα μάλλον; Μην πιούμε πολύ, οδηγείς κιόλας.", είπε η Έλενα στον Γιάννη.
"Ναι, έχεις δίκιο.", είπε ο Γιάννης στην Έλενα, "Δυο μπύρες πράσινες. Και ένα μπουκάλι νερό.", είπε στην κυρία.
"Υπέροχα. Σε ένα τεταρτάκι θα είναι έτοιμα τα κρεατικά. Εντάξει;", είπε η κυρία.
"Ευχαριστούμε πολύ!", είπαν η Έλενα και ο Γιάννης και η κυρία έφυγε.
"Τι καλή κυρία. Μ' αρέσει όταν πηγαίνω σε μια ταβέρνα να είναι ρε παιδί μου θερμός ο ιδιοκτήτης. Να σε καλωσορίζει σαν να σε βλέπει δύο φορές την εβδομάδα ας πούμε, σαν να σε ξέρει. Με κάνει να θέλω να ξαναπάω έτσι.", είπε χαμηλόφωνα η Έλενα.
"Και εμένα. Νομίζω την λένε κυρία Δέσποινα; Δεν θυμάμαι σίγουρα. Αλλά νομίζω ξέρω ποιος είναι ο γιος της. Δουλεύει σε ένα σούπερ μάρκετ στην Ερέτρια. Πέρσι που τους πουλήσαμε λαχανικά και τέτοια ένας από τα παιδιά στην αποθήκη είχε πει ότι είναι από το Μαντούδι και ότι έχουν ταβέρνα εδώ.", είπε ο Γιάννης.
"Ενδιαφέρον! Μικρός που είναι ο κόσμος, ε; Απίστευτο.", είπε η Έλενα.
                 Ξαφνικά, χτύπησε το κινητό της. Άγνωστο νούμερο. Εκείνη παραξενεύτηκε αλλά σκέφτηκε ότι μπορεί να ήταν οι θείοι της και να είχε συμβεί κάτι.
"Ναι;", απάντησε στην κλήση. Ξαφνικά η έκφρασή της άλλαξε τελείως. Χλώμιασε ολόκληρη. Ο Γιάννης ανησύχησε και της έπιασε το χέρι να της τραβήξει την προσοχή. Εκείνη τον κοίταξε και τα χείλη της σχεδόν έτρεμαν. Μέχρι που άφησε μια λέξη να βγει. "...Αλέξανδρε;"




----


Ελπίζω να απολαύσατε το 2ο μέρος της ιστορίας! Θα χαρώ πολύ να διαβάσω τα σχόλιά σας σχετικά με την υπόθεση και να συζητήσουμε τυχόν ερωτήσεις που μπορεί να έχετε σχετικά με την πλοκή, τους χαρακτήρες, τις τοποθεσίες, κλπ! Σύντομα θα ακολουθήσει και το 3ο μέρος, γι αυτό μείνετε συντονισμένοι!


Ευχαριστούμε πολύ για την στήριξή σας!


----


Υ.Γ: Τα δικαιώματα των κειμένων και κάποιες από τις εικόνες καλύπτονται νομικά! Αν χρειάζεστε κάποιο απόσπασμα από ένα άρθρο, επικοινωνήστε μαζί μας με ένα προσωπικό μήνυμα!



Copyrights: Katerina Kouki, Art & Stardust 2020

0 Σχόλια