Πάρε με μαζί σου (Μέρος 2ο)

Γεια σας!

Είμαι η Κατερίνα και σήμερα θα δούμε το 2ο και τελευταίο μέρος της ρομαντικής ιστορίας "Πάρε με μαζί σου"



Αυτή η ιστορία βασίζεται σε αληθινά γεγονότα και πρόσωπα

Αν δεν έχετε διαβάσει το 1ο μέρος, μπορείτε να το βρείτε εδώ Πάρε με μαζί σου (Μέρος 1ο).




---

Πάρε με μαζί σου (Μέρος 2ο)

           Είχε έρθει το επόμενο πρωί έπειτα από την πιο όμορφη και αξέχαστη βραδιά στην ζωή της Άντζελας. Ο Νίκος όλο το βράδυ της χάιδευε τα μαλλιά και την σκέπαζε κάθε φορά που εκείνη ξεσκεπαζόταν στον ύπνο της. Αφού ξύπνησαν, σηκώθηκαν και οι δυο από το κρεβάτι.
"Θα μου δώσεις κάτι να φορέσω;", τον ρώτησε η Άντζελα.
"Ναι, έλα εδώ.", απάντησε ο Νίκος και έβγαλε το αγαπημένο του μπλουζάκι από μία συρταριέρα.
"Σε ευχαριστώ.", είπε η Άντζελα και το φόρεσε.
            Ακριβώς εκείνη την στιγμή μπήκε στο δωμάτιο η γάτα του Νίκου, η Ζήνα, νιαουρίζοντας. Η Άντζελα έχοντας λατρεία για τις γάτες πήγε κατευθείαν κοντά στην Ζήνα η οποία της κουνούσε χαριτωμένα την άκρη της φουντωτής της ουράς.
"Ιιιι! Τι όμορφη είσαι εσύ;!", είπε χαρωπά η Άντζελα και αφού άφησε την Ζήνα να την μυρίσει την σήκωσε στην αγκαλιά της να την χαϊδέψει.
"Αυτή είναι η Ζήνα! Θες κάτι για πρωινό;", την ρώτησε ο Νίκος.
"Όχι. Μόνο καφέ.", απάντησε εκείνη.
"Πώς τον πίνεις;"
"Έχεις γαλλικό;", ρώτησε εκείνη.
"Ναι."
"Κάνε μου έναν σκέτο."
"Οκ."
             Μετά από 1 λεπτό, η Άντζελα γύρισε να ρωτήσει τον Νίκο αν μπορούσε να ταΐσει την Ζήνα αλλά εκείνος είχε εξαφανιστεί.
"Νίκο;", φώναξε ελαφρώς αλλά καμία απάντηση.
   Εκείνη συνέχισε να χαϊδεύει την Ζήνα η οποία πλέον έτριβε το κεφάλι της στο στήθος της Άντζελας. Λένε ότι τα ζώα καταλαβαίνουν τους καλούς ανθρώπους. Και η Ζήνα δεν ξεκολλούσε από την αγκαλιά της Άντζελας.
             Μετά από 5-10 λεπτά, ο Νίκος κατέβηκε από το πάνω σπίτι με έναν μεγάλο δίσκο με πρωινό.
"Βρε συ αφού σου είπα δεν θέλω πρωινό...", είπε η Άντζελα στον Νίκο ο οποίος άφησε τον δίσκο πάνω στο τραπέζι της κουζίνας.
"Δεν πειράζει, φάε όσο θέλεις.", απάντησε ο Νίκος.
"Καλά. Θα φάω λίγο να σου κάνω παρέα."
Καθώς έτρωγαν, ο Νίκος κοιτούσε επίμονα την Άντζελα και κάποια στιγμή της είπε, "Πώς γίνεται μια τόσο όμορφη κοπέλα όσο εσύ να γυρίσει να με κοιτάξει και να με θέλει τόσο πολύ;"
Η Άντζελα πιάστηκε απροετοίμαστη, "Γιατί το λες αυτό; Αφού είσαι πολύ όμορφος και πολύ γλυκός..."
              Αλλά εκείνος δεν ήξερε τι να της πει παρακάτω. Αφού έφαγαν μαζί πρωινό, η Άντζελα έπρεπε να γυρίσει σπίτι της. Εκείνος την αποχαιρέτησε με ένα φιλί και της είπε να μην το πει σε κανέναν.
             Πέρασε μια ολόκληρη εβδομάδα χωρίς να ιδωθούν λόγο δουλειάς. Ο Νίκος είχε αναλάβει μια μεγάλη υπόθεση και δεν του έμενε σχεδόν καθόλου ελεύθερος χρόνος. Κατάφεραν όμως να κανονίσουν για το Σάββατο. Εν τω μεταξύ, στο ρεπό της η Άντζελα βρέθηκε με την Εύα για καφέ.
"Τα φτιάξατε με τον Νίκο; Μπράβο! Είμαι πολύ χαρούμενη που είστε μαζί!", είπε η Εύα.
"Πετάω, Εύα, πετάω! Είναι θεός, είναι υπέροχος! Καλέ, όλο το βράδυ με σκέπαζε να μην κρυώνω και μου χάιδευε τα μαλλιά.", ήταν ενθουσιασμένη και χαρούμενη η Άντζελα.
"Μπράβο ρε συ! Άντε να σας παντρέψω κιόλας. Είστε τα δύο άτομα που αγαπώ περισσότερο στην παρέα.", είπε η Εύα.
"Καλά, μην βιάζεσαι, έχουμε μέχρι τότε!", γέλασε η Άντζελα.
Γέλασε και η Εύα και είπε, "Ακόμα δεν το πιστεύω ότι αντέδρασε θετικά ο Νίκος σε όλο αυτό.", σχολίασε η Εύα.
"Και εγώ. Μετά από την τελευταία μας έξοδο περίμενα ότι δεν θα γινόταν τίποτα μεταξύ μας.", είπε η Άντζελα.
           Οι μέρες πέρασαν και έφτασε επιτέλους το Σάββατο. Η Άντζελα σχόλασε βράδυ από την δουλειά και ο Νίκος της είχε πει ότι θα ήταν καλύτερα αν περνούσε να την πάρει. Έτσι και έγινε. Πήγανε σε ένα Μεξικάνικο εστιατόριο. Ο Νίκος άρχισε να λέει στην Άντζελα για την δουλειά του και τους υψηλούς του στόχους. Μίλησε και εκείνη για την δουλειά της αλλά η δική του την ενδιέφερε περισσότερο. Ειδικά ο ενθουσιασμός του σε ότι είχε να κάνει με αυτό. Μπορούσε να μιλάει για ώρες για τις διάφορες υποθέσεις που είχε αναλάβει κατά καιρούς και να κρατάει την απόλυτη προσοχή της Άντζελας.
           Αφού έφαγαν, πήγαν για ακόμα ένα βράδυ στο σπίτι του. Εκείνος της χάιδευε τα μαλλιά μέχρι να κοιμηθεί και την σκέπαζε να μην κρυώνει, ακριβώς όπως και το πρώτο βράδυ. Το επόμενο πρωί, για ακόμα μια φορά της έφτιαξε πρωινό παρότι η Άντζελα του είχε πει ότι δεν έτρωγε το πρωί. Αλλά για να μην του χαλάσει το χατίρι, έφαγε λίγο να του κάνει παρέα.
            Η Ζήνα είχε λατρέψει την Άντζελα. Κάθε φορά που εκείνη άλλαζε δωμάτιο, η Ζήνα την ακολουθούσε από πίσω και τριβόταν στα πόδια της.
"Σε έχει λατρέψει η Ζήνα βλέπω.", είπε ο Νίκος.
"Εε αφού την λατρεύω και εγώ! Ξέρει το ζωντανό!", είπε η Άντζελα.
"Έχεις γάτα;", ρώτησε ο Νίκος.
"Δύο έχω. Τα κορίτσια μου!", απάντησε η Άντζελα.
"Η Ζήνα σπάνια συμπαθεί άνθρωπο.", έκανε εντύπωση στον Νίκο, "Πρωτοφανής αυτή η αντίδραση με εσένα."
"Εε κάτι παραπάνω θα ξέρει! Τι είναι κορίτσι μου;! Τι θέλεις;! Θες να παίξουμε;!", είπε χαριτωμένα στην γάτα η Άντζελα.
"Ζήνα;! Έλα δω! Πιάσε το ποντίκι!", άρχισε να παίζει ο Νίκος με την Ζήνα κουνώντας πέρα δώθε ένα υφασμάτινο κρεμαστό παιχνίδι για γάτες.
            Η Ζήνα έπαιζε και με τους δύο με τόση χαρά. Σαν να ήταν οικογένεια. Έκατσαν και οι δύο κάτω και γελούσαν.
            Ο καιρός πέρασε. Η σχέση τους πήγαινε όλο και καλύτερα. Μια μέρα η Άντζελα του πρότεινε να πάνε μαζί ένα ταξίδι στον Παρνασσό. Εκείνη είχε διήμερη άδεια Σαββατοκύριακο αλλά αυτός είχε πολύ δουλειά και έτσι θα περνούσαν λίγες μόνο μέρες μαζί. Έφτασε το Σάββατο. Ο Νίκος άργησε να πάει στο σπίτι της Άντζελας λόγο ενός προβλήματος με τους φίλους του. Στον δρόμο προς Παρνασσό δεν μιλούσαν πολύ. Είπαν μόνο πώς ήταν η εβδομάδα τους. Αφού έφτασαν τελικά το μεσημέρι, έκαναν μια βόλτα στην Αράχωβα και πήγαν σε ένα μαγευτικό πάρκο με τρεχούμενα νερά. Έκατσαν αγκαλιά σε ένα παγκάκι να απολαύσουν την φύση. Άρχισαν να συζητούν για διάφορα θέματα. Κάποια στιγμή, ο Νίκος ανέφερε το πρόβλημα που είχε με τους φίλους του και ρώτησε την Άντζελα για συμβουλή. Εκείνη του είπε την γνώμη της και του είπε τι να κάνει για να επιλυθεί ομαλά το ζήτημα χωρίς να γίνει τσακωμός μεταξύ φίλων.
             Μετά από κάποια ώρα, πήγαν για φαγητό σε ένα εστιατόριο της περιοχής και ο Νίκος παρήγγειλε και ένα μπουκάλι κρασί για να το πάρουν στον ξενώνα που έμεναν. Αργά το βράδυ, επέστρεψαν στον ξενώνα, ο Νίκος άναψε το τζάκι, και αφού έκαναν και οι δύο ντουζ, έβαλαν κρασί στα ποτήρια τους και έκατσαν μπροστά στο τζάκι να απολαύσουν την υπόλοιπη βραδιά. Η Άντζελα άρπαξε την ευκαιρία αυτής της ρομαντικής στιγμής για να του δώσει το άρωμα που της είχε ζητήσει να του πάρει από το κέντρο ομορφιάς που δούλευε καθώς πολλές φορές η Άντζελα έπαιρνε πράγματα δωρεάν. Εκείνη την φορά όμως δεν υπήρχε σε απόθεμα αυτό το άρωμα και εκείνη αποφάσισε να του το αγοράσει.
"Α, έφερα μαζί το άρωμα που μου είπες για να στο δώσω.", είπε εκείνη και του έδωσε μία όμορφη τσάντα.
"Α τέλεια! Σε ευχαριστώ.", την ευχαρίστησε εκείνος και άνοιξε την τσάντα η οποία περιείχε και μια κάρτα αλλαγής. Παραξενεύτηκε. "Γιατί έχει κάρτα αλλαγής;"
Εκείνη όμως αποφάσισε να μην του το πει. "Έβαλαν κάρτα; Δεν το πρόσεξα. Ε η υπεύθυνη είναι πολύ αυστηρή με αυτά! Σε λίγο θα μας βάζει και εμάς κάρτες αλλαγής!", γέλασε η Άντζελα.
Γέλασε και ο Νίκος και είπε, "Σας χορεύει εκεί μέσα ε;"
"Ναι!", γέλασε πάλι η Άντζελα.
              Εκείνος άρπαξε την ευκαιρία και έβαλε μουσική στο κινητό του. Πέτυχε το τραγούδι "Πάρτυ" του Μιχάλη Χατζηγιάννη.
"Λατρεύω Χατζηγιάννη!", είπε η Άντζελα. "Έβαζα από μικρή στο CD player με ακουστικά μέχρι να κοιμηθώ. Επίσης άκουγα τα τραγούδια του και έπαιρνα μολύβι και τετράδιο και έγραφα τους στίχους."
"Ναι; Και τους έγραφες σωστούς;", εντυπωσιάστηκε ο Νίκος.
"Ολόσωστους!", είπε υπερήφανα η Άντζελα.
              Μετά από λίγο του έβαλε και εκείνη το "Κρυφτό" από τις Μέλισσες. Συνέχισαν να βάζουν ο ένας τραγούδια στον άλλον μέχρι που ήρθε η ώρα να ξαπλώσουν. Η Άντζελα είχε αγοράσει ένα καινούργιο σετ ροζ πιτζάμες καρό γιατί συνήθως φορούσε φόρμα με μπλουζάκι και ο Νίκος την κορόιδευε.
"Όπα; Αγόρασες πιτζάμες;", παραξενεύτηκε ο Νίκος.
"Ε ναι αφού με κοροϊδεύεις συνέχεια που φοράω φόρμα και μπλουζάκι. Πώς σου φαίνονται;!", είπε χαριτωμένα η Άντζελα με ένα πλατύ χαμόγελο, λικνίζοντας το σώμα της αριστερά και δεξιά.
"Μοιάζουν με του παππού μου.", αστειεύτηκε ο Νίκος, "Αλλά δεν γίνεται να φοράει ροζ. Γιατί θα του βγει το όνομα."
               Ξεκαρδίστηκαν και οι δύο στα γέλια. Ξάπλωσαν στο κρεβάτι και ο Νίκος άρχισε να την φιλάει αισθησιακά στον λαιμό καθώς η φωτιά στο τζάκι σιγόκαιγε.
               Το επόμενο πρωί, η Άντζελα ξύπνησε και έψαχνε τον Νίκο ο οποίος για ακόμα μια φορά ήταν άφαντος. Βγήκε στον κήπο του ξενώνα και τον είδε να επιστρέφει με πρωινό ενώ είχαν ήδη φαγητό. Της έδωσε ένα φιλί και μπήκαν μέσα.
"Μην με κακομαθαίνεις γιατί άμα συνηθίσω θα έχουμε πρόβλημα.", του είπε.
"Τους ανθρώπους που έχουν περάσει δύσκολα στην ζωή τους πρέπει να τους κακομαθαίνουμε γιατί τους αξίζει.", την εξέπληξε εκείνος.
              Αφού έφαγαν πρωινό και μάζεψαν τα πράγματά τους, πήραν το αυτοκίνητο και πήγαν να κάνουν μια μικρή εκδρομή στην περιοχή. Στην αρχή σταμάτησαν σε ένα μοναστήρι και στην συνέχεια πήγαν στα χιόνια στο βουνό. Ο δρόμος ήταν αποκλεισμένος και έτσι αναγκάστηκαν να πάνε από γύρω. Καθώς οδηγούσε ο Νίκος, στο ραδιόφωνο έπαιξε το τραγούδι " Το Κύμα" από τις Μέλισσες.
Εκείνος κοίταξε την Άντζελα με χαμόγελο και της είπε, "Το τραγούδι μας."
              Εκείνη του χαμογέλασε και τον φίλησε στο μάγουλο. Μόλις έφτασαν, η Άντζελα κατέβηκε να βγάλει φωτογραφίες. Το τοπίο ήταν μαγευτικό, ντυμένο στα λευκά. Το χιόνι ήταν παχύ και απάτητο.
"Είναι τόσο όμορφα!", είπε η Άντζελα με θαυμασμό.
"Κοίτα θέα!", είπε ο Νίκος.
              Η Άντζελα προχωρούσε με την κάμερα στα χέρια και τραβούσε φωτογραφίες μέχρι που έφτασε σε έναν γκρεμό. Ο Νίκος πρόλαβε στο τσακ και την τράβηξε πριν παραπατήσει. Μετά από λίγο πήγαν και κάθισαν σε έναν ξύλινο πάγκο να ξεκουραστούν και η Άντζελα τον πήρε αγκαλιά.
"Μου αρέσει πολύ που ήρθαμε εδώ μαζί. Και είναι τόσο όμορφα. Δεν θέλω να γυρίσουμε πίσω στις δουλειές μας.", είπε ο Νίκος.
"Ούτε εγώ.", απάντησε η Άντζελα, "Αλλά δεν γίνεται."
              Αφού πέρασε λίγη ώρα και ηρέμησαν, έφυγαν για την Αθήνα. Όταν επέστρεψαν, όλοι τους οι γνωστοί τους ρωτούσαν πώς πέρασαν στην εκδρομή καθώς και οι δύο ήταν πολύ χαμογελαστοί. Στο ρεπό της η Άντζελα συναντήθηκε με την Εύα η οποία είχε παράξενη αντίδραση. Ήταν απόμακρη και ειρωνική και η Άντζελα είχε αρχίσει πλέον να απορεί τι της συνέβαινε.
"Να το τελειώσεις με τον Νίκο. Δεν πρόκειται να βγει κάπου όλο αυτό.", της είπε με επιθετικό τόνο η Εύα.
Αυτή η στάση της έκανε εντύπωση στην Άντζελα και την ρώτησε, "Γιατί το λες αυτό;"
"Γιατί εκείνος συνήθως δεν ανοίγεται τόσο πολύ και δεν κάνει ότι μου περιέγραψες.", απάντησε η Εύα πάλι με επιθετικότητα. "Γίνεσαι πολύ πιεστική και θα φύγει."
              Η Άντζελα δεν πίστευε στα αυτιά της. Εκείνη είχε συμφωνήσει και έκανε με τον Νίκο τα εντελώς αντίθετα από αυτά που ισχυριζόταν η Εύα. Είχαν συμφωνήσει να το πάνε αργά και χαλαρά στην αρχή, να βγαίνουν και να κάνουν τις βόλτες τους και τα ταξίδια τους και λίγο αργότερα να σταθεροποιήσουν την σχέση τους. Όλα τα παιδιά της παρέας τους ήξεραν ότι έβγαιναν και ήταν μαζί και κανείς δεν είχε πει τίποτα αρνητικό. Εκτός από την Εύα. Μετά από αυτή την συζήτηση, η Άντζελα άρχισε να την φοβάται αλλά δεν είπε τίποτα σε κανέναν και περίμενε να δει τι θα κάνει. Άρχισε να της λέει λιγότερα πράγματα για την σχέση της με τον Νίκο και το πώς εξελισσόταν.
              Με τα πολλά, έφτασε το Πάσχα. Η Άντζελα πάλι δούλευε χωρίς ρεπό και δεν είχε πολύ ελεύθερο χρόνο. Συναντήθηκε μόνο μια φορά με την Νίκο και έπειτα εκείνος έφυγε για το εξοχικό του. Η Άντζελα εν τω μεταξύ μίλησε με την Εύα στο τηλέφωνο και εκείνη της είπε ότι ο Νίκος έδειχνε φωτογραφίες της Άντζελας στην οικογένειά του, τους μιλούσε για εκείνη και ήταν πολύ χαρούμενος. Η Εύα από την άλλη θύμωνε όλο και περισσότερο.
             Η σχέση της Άντζελας και του Νίκου προχωρούσε σταθερά και όλα ήταν όμορφα. Ο Νίκος ήταν επιτέλους χαρούμενος. Τραγουδούσε, γελούσε,... Δεν ήταν πλέον σκεπτικός και κατσουφιασμένος. Η Άντζελα άρχισε να κάνει όνειρα. Είχε πλέον συνειδητοποιήσει ότι ήθελε να κάνει οικογένεια με τον Νίκο και δεν είχε ξανανιώσει πιο ευτυχισμένη.
            Τον Ιούνιο, η Άντζελα είπε στον Νίκο ότι θα έπαιρνε άδεια επιτέλους και του πρότεινε να πάνε ένα ταξίδι. Εκείνος δεν ήθελε. Πριν από αυτό, εκείνη του έλεγε συνέχεια να πάνε σινεμά αλλά και πάλι ήταν αρνητικός. Στο τέλος τσακώθηκαν. Η Άντζελα τον πίεσε λίγο για να δεχτεί αλλά εκείνος ήταν ανένδοτος και σταμάτησαν εκεί την συζήτηση. Μετά από μερικές μέρες μίλησαν στο τηλέφωνο και ο Νίκος της είπε να πάει στο εξοχικό του.
"Όχι, δεν θα πάω.", απάντησε ελαφρώς νευριασμένη η Άντζελα. "Θα πάω σε ξενοδοχείο για να κάνω και σπα."
"...Οκ.", είπε ο Νίκος μετά από λίγο. "Αν βρω χρόνο από την δουλειά, θα έρθω σε δυο μέρες." Και έκλεισαν την συζήτησή τους εκεί.
            Μια μέρα πριν φύγει η Άντζελα, βγήκε με την Εύα και μερικές ακόμα κοπέλες της παρέας για ποτό.
Αφού συζήτησαν για διάφορα θέματα, κάποια στιγμή η Εύα την ρώτησε, "Πώς τα πας με τον Νίκο;"
"Τσακωθήκαμε. Πήρα άδεια μετά από τόσο καιρό και θέλω να φύγω από την Αθήνα ρε συ. Δεν μπορώ άλλο. Του είπα να πάμε ένα ταξίδι και δεν δέχτηκε. Και μετά μου είπε να πάω στο εξοχικό του και ότι θα έρθει σε δυο μέρες. Όχι. Εγώ θα πάω στο ξενοδοχείο, θα κάνω και το σπα μου και μετά αν θέλει ας έρθει.", είπε η Άντζελα.
"Όλο αυτό θα τελειώσει. Και σύντομα.", πήρε πάλι φωτιά το μυαλό της Εύας.
              Η Άντζελα δεν της έδωσε σημασία και μετά από λίγη ώρα έφυγαν. Την επόμενη μέρα, η Άντζελα έφυγε από την Αθήνα να πάει στο ξενοδοχείο στο Ασπρονέρι. Όλα ήταν φαινομενικά καλά. Μιλούσε με μηνύματα και με τον Νίκο και με την Εύα. Οι μέρες όμως πέρασαν και ο Νίκος δεν εμφανίστηκε. Η Άντζελα επικοινώνησε με έναν φίλο από την παρέα και εκείνος της είπε ότι ο Νίκος είχε πάει για καφέ με την Εύα. Έπειτα από αυτή την συνάντηση, και οι δύο ήταν ψυχροί και απόμακροι. Κατά την διάρκεια του υπόλοιπου ταξιδιού και στην επιστροφή μιλούσαν με την Άντζελα. Μέχρι που όταν επέστρεψε στην Αθήνα, έστειλε μήνυμα στην Εύα να συναντηθούν για να της δώσει κάποια δώρα που της είχε πάρει από το ταξίδι και η Εύα δεν απάντησε ποτέ. Ούτε σε μήνυμα ούτε στο τηλέφωνο.
            Η Άντζελα είχε σοκαριστεί. Η φίλη της την είχε ξεκόψει εντελώς, ξαφνικά και απροειδοποίητα, χωρίς να γίνει κάποιος τσακωμός. Δυο μέρες αργότερα όμως της έστειλε ένα μήνυμα ο Νίκος. Το τελευταίο μήνυμα.
"Είσαι ένας υπέροχος άνθρωπος και πολύ καλή κοπέλα. Αλλά δεν ταιριάζουμε για να είμαστε μαζί. Δεν μπορώ να σου δώσω ότι πρέπει, να σου δώσω ούτε αυτό που θες, δεν σου αξίζω."
           Εκείνη είχε σαστίσει. Η καρδιά της χτυπούσε τόσο δυνατά που κόντευε να σπάσει. Διάβαζε το μήνυμα ξανά και ξανά προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει αν όλο αυτό συνέβαινε πραγματικά ή αν εκείνος της έκανε κάποια πλάκα. Με δάκρυα στα μάτια και θολή όραση προσπάθησε να τον πείσει να τα πούνε από κοντά, έστω να της δινόταν μια τελευταία ευκαιρία να του αλλάξει γνώμη. Αλλά εκείνος δεν δέχτηκε.
           Άρχισε να την πνίγει ο φόβος και η απογοήτευση. Ένιωθε σαν να είχε χάσει ξαφνικά την γη κάτω από τα πόδια της. Βρέθηκε με τον Τάσο ο οποίος είχε και εκείνος μόλις χωρίσει. Έκατσαν και οι δύο στο αυτοκίνητό του και έκλαιγαν όλο το βράδυ. Δεν μπορούσε να το πιστέψει όλο αυτό. Ευχόταν να ήταν απλά ένα κακό όνειρο και να ξυπνούσε σύντομα.
          Πέρασε ο καιρός και έφτασαν τα γενέθλια του Νίκου. Η Άντζελα του έστειλε μήνυμα για Χρόνια Πολλά και μιλούσαν την υπόλοιπη μέρα. Μέχρι που εκείνος θύμωσε και της είπε να σταματήσει να του στέλνει. Και εκείνη το έκανε για να μην την θεωρήσει πιεστική και ενοχλητική. Εκεί ξεκίνησε ο εφιάλτης της. Άρχισε να ζει σαν ένα ρομπότ. Να περιπλανιέται σαν φάντασμα. Πήγαινε στην δουλειά, γυρνούσε στο σπίτι και κοιμόταν για να μην σκέφτεται. Στο τέλος ξεχνούσε και να φάει. Αυτό συνεχίστηκε για καιρό, μέχρι που έφυγε μόνη της για διακοπές να ηρεμήσει.
          Αφού επέστρεψε στην Αθήνα, ο εφιάλτης συνεχίστηκε. Ήταν λες και υπήρχε ένα αόρατο σκοινί που τους ένωνε μαζί και δεν τους άφηνε να ξεχάσουν και να προχωρήσουν. Λες και προσπαθούσαν να συναντηθούν. Κάποια περίοδο, ο Αλέξανδρος ο οποίος πλέον είχε σχέση με την Σοφία, την συγγενή της Άντζελας, δούλευε σαν λογιστής στο γραφείο του Νίκου και ρωτούσε την Άντζελα αν είναι καλά. Μέχρι που εκείνη κατάλαβε ότι τον έβαζε ο Νίκος και είπε στον Αλέξανδρο να το σταματήσει.
          Ταυτόχρονα, θέλοντας και μη, η Εύα τραβούσε δεικτικά φωτογραφίες σε εξόδους της με τον Νίκο, σαν να προσπαθούσε να πληγώσει εκδικητικά την Άντζελα ακόμα περισσότερο και εκείνη τα έβλεπε. Μετά από αυτό, η Άντζελα μπλόκαρε και τον Νίκο και την Εύα από όλα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για κάποιους μήνες προσπαθώντας να ξαναβρεί τον εαυτό της και να σταθεί πάλι στα πόδια της. Η τύχη όμως είχε άλλα σχέδια. Μετά από κάποιο διάστημα, ο Ιάσονας ήρθε σε επικοινωνία με την Άντζελα και της είπε τι συνέβη αμέσως μετά από τον χωρισμό τους. Της είπε ότι ο Νίκος ήταν ένα όρθιο ερείπιο. Ότι ήταν σκεπτικός όλη την ημέρα και άρχισε να απομακρύνεται από την παρέα. Έβγαινε πιο συχνά με την Εύα και ήταν συνέχεια νευρικός ενώ δεν ήταν ποτέ πριν. Της είπε επίσης ότι ο Νίκος προσπάθησε πολλές φορές να της στείλει μήνυμα αλλά κάτι τον εμπόδιζε.
          Πέρασε ένας ολόκληρος χρόνος. Η Άντζελα υπέφερε μέσα της αλλά δεν ξέσπαγε. Οι αναμνήσεις την έτρωγαν συνέχεια και δεν μπορούσε να τον βγάλει από το μυαλό της. Από αεράκι είχε γίνει τυφώνας. Μπήκε αθόρυβα στην ζωή της και τα ξεσήκωσε όλα στον αέρα. Δεν είχε καταφέρει να κλάψει. Άρχισε να πίνει, να φοβάται μέχρι και την σκιά της. Δεν εμπιστευόταν πλέον κανέναν. Γιατί αν ο φαινομενικά τέλειος άνθρωπος για εκείνη της είχε φερθεί έτσι, τι άλλο να περίμενε από οποιονδήποτε άλλον; Σιχαινόταν πλέον όποιον την πλησίαζε.
           Μετά από αυτόν τον έναν χρόνο προσπάθησε να τα αφήσει όλα πίσω της και να γυρίσει σελίδα. Άρχισε να βγαίνει πάλι ραντεβού, μιλούσε με την καλύτερή της φίλη που την στήριζε σε όλα αλλά τίποτα δεν γέμιζε το κενό. Την έτρωγε ακόμα μέσα της, παρά τις προσπάθειές της να ξεχάσει. Ήθελε να τον δει, να της πει το γιατί. Δεν έπαψε ούτε λεπτό να σκέφτεται τι λάθη είχε κάνει και τι οδήγησε τον Νίκο στο να φύγει. Ή ποια τον οδήγησε. Δεν έμαθε ποτέ με σιγουριά τι ρόλο είχε παίξει η Εύα σε όλο αυτό το σκηνικό. Τι μπορεί να είχε πει στον Νίκο. Τι μπορεί να είχε κάνει. Το μόνο σίγουρο ήταν ότι η εξαφάνισή της λίγο πριν τον χωρισμό της Άντζελας με τον Νίκο πρόδιδε ενοχή. Η Άντζελα όμως την μίσησε. Με όλη της την ψυχή. Και όσο άκουγε τον περίγυρό της να λέει ότι η Εύα πρέπει να είχε βάλει λόγια στον Νίκο για δικούς της λόγους, είτε από ζήλια προς εκείνη είτε προς εκείνον, τόσο πιο πολύ την σιχαινόταν.
           Πέρασε λίγος καιρός ακόμα. Η Άντζελα το πήρε απόφαση να δώσει ένα τέλος σε όλο αυτό. Ετοίμασε ένα μήνυμα με όλο τον πόνο που της είχε προκαλέσει όλο αυτό. Και με ένα τελικό αντίο. Και το έστειλε στον Νίκο. Αλλά δεν πήρε καμία απάντηση.
           Την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου, η Άντζελα παρέλαβε μία ανθοδέσμη με κόκκινα τριαντάφυλλα και μικρά αρκουδάκια ανάμεσά τους από έναν κρυφό θαυμαστή. Δεν υπήρχε καν κάρτα μέσα. Εκείνη είχε απορήσει και εντυπωσιαστεί ταυτόχρονα. Ήταν μία πολύ τρυφερή κίνηση. Αλλά δεν μπορούσε να βρει ποιος την είχε στείλει. Προσπάθησε να μάθει αλλά δεν τα κατάφερε. Πέρασε μία εβδομάδα και κατέφθασε κι άλλο δώρο στην πόρτα της. Ένα πιο μεγάλο αυτή την φορά. Ήταν ένας τεράστιος αρκούδος που στην αγκαλιά του είχε ένα κουτί σοκολατάκια και μία κάρτα. Η Άντζελα πέταξε από τον ενθουσιασμό της και το πρώτο πράγμα που άνοιξε ήταν η κάρτα η οποία έγραφε, "Για να σου κρατώ συντροφιά τα κρύα βράδια."
             Η Άντζελα το είπε κατευθείαν στην φίλη της και στην ξαδέρφη της, την Αφροδίτη. Αλλά καμιά τους δεν μπορούσε να σκεφτεί ποιος έστελνε όλα αυτά τα δωράκια. Αφού πέρασε άλλη μια εβδομάδα, η Άντζελα περίμενε κι άλλο δώρο. Αυτή την φορά όμως δεν ήρθε τίποτα. Εκείνη απογοητεύτηκε λίγο αλλά ταυτόχρονα της αυξήθηκε η αγωνία και η περιέργεια. Μία βδομάδα αργότερα, παρέλαβε κι άλλο δώρο. Πλέον ο μυστικός της θαυμαστής είχε την πλήρη προσοχή της. Αυτή την φορά, το δώρο ήταν πιο κομψό. Ήταν μία πανέμορφη και πιθανότατα ακριβή χρυσοκέντητη εσάρπα. Η Άντζελα εντυπωσιάστηκε για ακόμα μια φορά.
"Ιιι πόσο όμορφο...", είπε στον εαυτό της έκπληκτη και τύλιξε την εσάρπα γύρω από τους ώμους της.
             Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και χαμογέλασε. Μετά από μερικές μέρες βρέθηκε με την φίλη της την Έλενα και της είπε λεπτομέρειες για τα μυστηριώδη δώρα.
"Γίνονται όλο και πιο όμορφα!
Τώρα ήταν ένα φουλάρι, εσάρπα μάλλον, χρυσοκέντητο θεϊκό! Αυτό που σου έστειλα στην φωτό", είπε η Άντζελα στην Έλενα.
"Καλέ αυτό πρέπει να ήταν πανάκριβο!", είπε η Έλενα εξίσου εντυπωσιασμένη.
"Ποιος λες να είναι ρε συ; Με έχει φάει η περιέργεια! Στην αρχή νόμιζα ότι μου έκανε πλάκα ο Τάσος. Αλλά μου είπε, 'Εγώ δεν θα σου έστελνα τριαντάφυλλα, μωρή'.", μιμήθηκε την φωνή του Τάσου η Άντζελα και έσκασαν και οι δυο στα γέλια.
              Την επόμενη βδομάδα, η Άντζελα παρέλαβε κι άλλο δώρο. Αυτή την φορά όμως ήταν μέσα σε μία σακούλα δώρου. Ήταν ένα σχετικά μικρό κουτί με μία κόκκινη κορδέλα. Υπήρχε και μία κάρτα που έλεγε να συναντηθούν σε ένα μπαρ στην Κηφισιά συν ημερομηνία και ώρα.
               Εκείνη έβγαλε το κουτάκι και το κοιτούσε σοκαρισμένη. Αναρωτιόταν τι θα έβγαζε από μέσα. Μόλις το άνοιξε, τα μάτια της δάκρυσαν και ξέσπασε σε λυγμούς χαράς. Γιατί πλέον ήξερε από ποιον ήταν τα δώρα. Μέσα στο κουτάκι υπήρχε ένα πανέμορφο βραχιόλι με έναν στίχο χαραγμένο πάνω του. "Πάρε με μαζί σου."

---

Ελπίζω να απολαύσατε αυτή την ιστορία! Θα χαρώ πολύ να διαβάσω τα σχόλιά σας σχετικά με την υπόθεση και να συζητήσουμε τυχόν ερωτήσεις που μπορεί να έχετε σχετικά με την πλοκή, τους χαρακτήρες, κλπ!

Ευχαριστούμε πολύ για την στήριξή σας!

----

Υ.Γ: Τα δικαιώματα των κειμένων και κάποιες από τις εικόνες καλύπτονται νομικά! Αν χρειάζεστε κάποιο απόσπασμα από ένα άρθρο, επικοινωνήστε μαζί μας με ένα προσωπικό μήνυμα!

Copyrights: Katerina Kouki, Art & Stardust 2020

0 Σχόλια